- ακατάδεχτος
- -η, -οβλ. ακατάδεκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατάδεχτος — η, ο όχι καταδεχτικός, υπερόπτης: Ήταν πολύ ακατάδεχτος· όπου κι αν τον καλούσαν αυτός δεν πήγαινε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
ακατάδεκτος — η, ο και ακατάδεχτος (Μ ἀκατάδεκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης μσν. ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καταδέχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία] … Dictionary of Greek
ακαταδεχτοσύνη — η [ακατάδεχτος] η ακαταδεξία … Dictionary of Greek
αμ — (I) ἄμ (Α) άλλος τύπος τής προθ. ανά* μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από χειλικό σύμφωνο (β, π., φ, μ), π. χ. «ἄμ βωμοῑσι», «ἄμ πεδίον», «ἄμ φυτά», «ἄμ μέσον». Ο τύπος είναι δωρικός και απαντά στον Πίνδαρο, αλλά και στον Όμηρο και τον Αισχύλο.… … Dictionary of Greek
υπερόπτης — ο / ὑπερόπτης, ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, ιδος, Μ οιηματίας, αλαζόνας, θρασύς, αυθάδης, ακατάδεχτος μσν. αρχ. αυτός που περιφρονεί κάτι, καταφρονητής («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οπτης… … Dictionary of Greek
υψαύχενος — η, ο / ὑψαύχενος, ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, ενος, ὁ, ἡ, Α μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος αρχ. 1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι 2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό 3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη 4 … Dictionary of Greek
ψηλομύτης — α, ικο, Ν μτφ. ακατάδεχτος, περηφήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + μύτης (< μύτη), πρβλ. φαρμακο μύτης] … Dictionary of Greek
ψωροπερήφανος — η, ο, Ν φτωχός που υπερηφανεύεται, που είναι φαντασμένος, και ακατάδεχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + (υ)περήφανος] … Dictionary of Greek
αγέρωχος — η, ο περήφανος, ακατάδεχτος: Είχε πάντα ένα αγέρωχο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)